Ἐφιάλτα — Ἐφιάλτᾱ , Ἐφιάλτης masc nom/voc/acc dual Ἐφιάλτης masc voc sg Ἐφιάλτᾱ , Ἐφιάλτης masc gen sg (doric aeolic) Ἐφιάλτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφιάλτας — Ἐφιάλτᾱς , Ἐφιάλτης masc acc pl Ἐφιάλτᾱς , Ἐφιάλτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιάλτας — ἐφιάλτᾱς , ἐφιάλτης nightmare masc acc pl ἐφιάλτᾱς , ἐφιάλτης nightmare masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεις — εσσα, εν, ΜΑ, και δωρ. τ. τολμάεις Α (για πρόσ. και πράγμ.) θαρραλέος, ριψοκίνδυνος (α. «οἷς τολμῆεν τὸ φρόνημα», Παλαιολ. Μιχ. β. «τολμάεις Ἐφιάλτα», Πίνδ.) αρχ. ανεκτικός, καρτερικός («τολμήεις μοι θυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονθα», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
Ἐφιάλται — Ἐφιάλτης masc nom/voc pl Ἐφιάλτᾱͅ , Ἐφιάλτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφιάλται — ἐφιάλτης nightmare masc nom/voc pl ἐφιάλτᾱͅ , ἐφιάλτης nightmare masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)